-
1 πλήρη
πλήρηςfull of: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πλήρηςfull of: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πλήρηςfull of: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 πλήρη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλήρη
-
3 πλήρης
πλήρης, ες (Aeschyl., Hdt.+).① pert. to containing within itself all that it will hold, filled, fullⓐ of thingsα. τινός with or of someth. (Diod S 2, 4, 2 λίμνη πλήρης ἰχθύων; Appian, Hann. 15 §66; PSI 422, 14 [III B.C.] ἡ γῆ ῥηγμῶν [fissures] πλ. ἐστίν; Num 7:26; Dt 6:11; Diog. L. 6, 37 πάντα ἐστὶ αὐτοῦ [= θεοῦ] πλήρη) baskets κλασμάτων πλ. full of pieces Mk 8:19; cp. 6:43 v.l. A vineyard βοτανῶν πλ. full of weeds Hs 5, 2, 3. Of a mountain ἀκανθῶν καὶ τριβόλων πλ. 9, 1, 5; πηγῶν πλ. vs. 8. Trees καρπῶν πλ. 9, 28, 1. πλήρης πᾶσα ἡ κτίσις τ. δόξης αὐτοῦ 1 Cl 34:6 (Is 6:3). εἰς συναγωγὴν πλήρη ἀνδρῶν δικαίων Hm 11:14.β. abs. ἑπτὰ σπυρίδες πλήρεις Mt 15:37; cp. 14:20 (GrBar 15:2 τἀ κανίσκια πλήρη). Of jars Hm 12, 5, 3ab.—ἐκ πλήρους (SIG 1104, 21 ἐποίησεν ἐκ πλήρους τὰ δίκαια; PTebt 106, 20 [II B.C.]; 281, 22; BGU 584, 6 and oft. in pap=‘in [the] full [amount]’. Acc. to CTurner, JTS 21, 1920, 198, note 1 this is a Latinism for ‘in pleno’) in full, in all fullness τι ἐκ πλ. Hv 2, 2, 6.ⓑ of persons, w. gen. ἀνὴρ πλήρης λέπρας Lk 5:12 (=all covered w. it, as 4 Km 7:15; Is 1:15). Mostly full of a power, gift, feeling, characteristic quality, etc. (Eur., El. 384; Pla., Plt. 310d; Jos., Vi. 192 πλ. συνέσεως; Just., D. 93, 2.—Procop. Soph., Ep. 68 πλ. τοῦ θεοῦ) πλ. πνεύματος ἁγίου Lk 4:1; Ac 7:55. πλ. πνεύματος ἁγίου καὶ πίστεως 11:24; cp. 6:5. πλ. πνεύματος καὶ σοφίας vs. 3. πλ. χάριτος καὶ ἀληθείας J 1:14 (s. this entry, end). πλ. χάριτος καὶ δυνάμεως Ac 6:8. πλ. τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ MPol 7:3. πλ. ἔργων ἀγαθῶν rich in good deeds Ac 9:36. πάσης κακίας πλ. 1 Cl 45:7 (Maximus Tyr. 34, 3a πλ. κακῶν. Similarly Appian, Bell. Civ. 3, 19 §69, who calls the murderers of Caesar φόνου πλήρεις). πλ. παντὸς δόλου Ac 13:10 (πλήρης δόλου Sir 1:30; 19:26; Jer 5:27). γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ 19:28 (cp. Petosiris, Fgm. 21, ln. 29 πλῆρες τὸ ἀγαθὸν γενήσεται). πλ. ἁμαρτιῶν (cp. Is 1:4) Hs 9, 23, 4. πλ. πάσης ἁπλότητος Hv 1, 2, 4.—Of a heart (cp. 2 Ch 15:17; 1 Esdr 1:21) πλ. εἰδωλολατρίας B 16:7.— Surfeited (with) πλ. εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων I am surfeited with whole burnt offerings B 2:5 (Is 1:11).② pert. to being complete and w. nothing lacking, complete, full, in full (Hdt. et al.; LXX; AssMos Fgm. e, Denis p. 65) μισθὸς πλ. (X., An. 7, 5, 5; Ruth 2:12. πλ. is a favorite word in the pap for a sum that is complete) 2J 8. πλ. σῖτος fully ripened grain (cp. the ‘fully developed’ στάχυες Gen 41:7, 22, 24) Mk 4:28 v.l. (other mss. πλήρης σῖτον, πλήρη ς.). νηστεία πλ. a complete fast Hs 5, 1, 3. πλ. πνεύματος ἔκχυσις a full outpouring of the Spirit 1 Cl 2:2.—Of persons who are complete in a certain respect or who possess someth. fully πλ. ἔν τινι: ἐν τούτοις πλ. 2 Cl 16:4. πλ. ἐν τῇ πίστει Hm 5, 2, 1; 12, 5, 4.—In some of the passages already mentioned πλήρης is indecl., though never without v.l., and almost only when it is used w. a gen., corresponding to an Engl. expression such as ‘a work full of errors’: τὴν δόξαν αὐτοῦ … πλήρης (referring to αὐτοῦ) χάριτος καὶ ἀληθείας J 1:14 (cp. CTurner, JTS 1, 1900, 120ff; 561f). ἄνδρα πλήρης πίστεως Ac 6:5 (v.l. πλήρη). It is found as an itacistic v.l. in Mk 8:19; Ac 6:3, 5; 19:28, and without a gen. 2J 8 v.l. (s. N.25 app.). Examples of this use of πλήρης w. the gen. are found fr. the second century B.C., and fr. the first century A.D. on it is frequently found in colloq. H.Gk.: PLeid C II, 14 (160 B.C.). Wooden tablet fr. Egypt fr. the time of Augustus in RevArch 29, 1875, 233f=Sb 3553, 7; BGU 707, 15; POxy 237 IV, 14 (all three II A.D.); Mitt-Wilck. I/2, 499, 9 (II/III A.D.); En 21:7. S. the exx. in Crönert 179, 4 and also s. Mayser 63f (w. lit.); 297; Dssm., LO 99f (LAE 125ff); Thackeray 176f; Reinhold 53; Borger, GGA 139 (lit.); B-D-F §137, 1; Mlt. 50; Rob. 275f.—B. 931. Frisk. M-M. TW. -
4 προ-χύτιος
προ-χύτιος, = προχυτός, Eur. bei Clem. Al. strom. 5, 10, ϑυσίαν πλήρη προχυτίαν, l. d. (προχυϑεῖσαν em.)
-
5 πρᾱΰς
πρᾱΰς, ion. πρηΰς, πρᾱεῖα, πρᾱΰ, auch πρᾶος, neutr. πρᾶον, im sing. des masc. u. neutr. bei den Attikern die gew. Form; das fem. aber lautet immer πραεῖα, u. der plur. wird gew. von πραΰς genommen, doch z. B. πράους Plat. Rep. II, 375 c, – sanft, mild; σέλας, H. h. 7, 10; τινί, freundlich, πραϋς ἀστοῖς, Pind. P. 3, 71; πραϋν ὄαρον, 4, 136; auch φάρμακον, lindernd, Ol. 13, 85; Apollo heißt so, Hymn. (IX, 525, 17); von Thieren, zahm, πλήρη ἰχϑύων μεγάλων καὶ πραέων, Xen. An. 1, 4, 9; πρὸς τοὺς ἀνϑρώπους, Oec. 15, 4, er vrbdt auch πράως λέγειν τὸ πάϑος, gelinde davon sprechen, es gering anschlagen, An. 1, 5, 14, vgl. Krüger; πρᾶος τὸ ἦϑος, Plat. Phaedr. 243 c; τινί, Rep. I, 354 a, wie πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾶος εἶναι προςποιεῖται, VIII, 566 e; τόδε ἕτερον δημοτικόν τε καὶ πρᾶον ἐν τοῖς λόγοις, Euthyd. 803, d; Ggstz von βίαιος, Legg. I, 645 a, neben εὐμενές, Legg. VII, 792 e; ἐν πραέσι λόγοις, Legg. X, 888 a; Ggstz χαλεπούς – πράους, Rep. II, 375 c, πρᾶος περὶ τοῦτον ἦν, Dem. 47, 81; u. Folgde; μετρίους καὶ πραεῖς καὶ φιλανϑρώπους vrbdt Pol. 18, 20, 7; καὶ ἄκακος τῇ φύσει, 3, 98, 5, u. öfter, wie Plut. u. a. Sp. – Adv. πράως, wie πείϑωμεν αὐτὸν πράως, Plat. Rep. IX, 589 c, ὡς ῥᾳδίως αὐτὴν καὶ πράως φέρεις, sanft, ohne Zorn u. Groll ertragen, Crit. 43 b (wie Xen. Cyr. 2, 2, 8 u. Sp., Pol. 4, 8, 2); πράως ἔγειν πρός τι, gleichgültig sein gegen Etwas, Lys. 211 e. πράως ἐᾶν, Xen. Cyr. 2, 2, 22. ἐξέτασον πράως καὶ μὴ πικρῶς, Dem. 18, 265; Folgde, πράως καὶ φιλανϑρώπως τῷ πλήϑει χρώμενος, Pol. 1, 72, 3, mild u. freundlich umgehend, vgl. 15, 17, 4. 21, 13, 7. Es findet sich auch πραέως, s. Lob. Phryn. 403. – Compar. πραότερος, Plat. Tim. 85 a u. öfter, u. superl., πραότατον ἄνδρα Phaed. 116 c, ὁπότε χαλεπώτατον ἢ πραότατον γίγνεται Rep. VI, 493 b; u. im adv., πραότερον ἐπιμεληϑῆναι Isocr. 4, 107, u. A. – Bei Pol. 32, 10, 4 auch πραΰτερος τοῠ καϑήκοντος; u. so auch bei Her. 2, 181 in ion. Form πρηΰτερος, u. Sp., aber nicht πράων, s. Lob. Phryn. 403. – Arist. H. A. 1, 1 hat auch πρᾶα neben πραέα. – Ueber die Schreibart πρᾷος s. oben πρᾶος.
-
6 πλήρης
πλήρης, ες (πλέος), voll, angefüllt, τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; ὁμίχλη προςῇξε δακρύων πλήρης, Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης στέγος, Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. satt, νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι ϑυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν πλήρης στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; πλήρης ὁ δῆμος, Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης, Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Ggstz des κενώτερον, Conv. 175 d; ψῆφος, im Ggstz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, vollständig, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, πλήρης ἐστὶ ϑηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, vollständig, heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.
-
7 κοτυληδών
κοτυληδών, όνος, ἡ, wie κοτύλη, jede Vertiefung; – a) vom Becher, ἐκϑλίψαντα πορεῖν κυάϑου κοτυληδόνα πλήρη Nic. Al. 547. – b) die Pfanne des Hü sth eckens, νῦν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἡμετέροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1495; so erkl. Arist. H. A. 1, 13, τὸ δὲ ἐν ᾡ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών; vgl. 3, 7. – c) die Saugnäpfchen an den Fängen der πολύποδες, der Dintenfische, mit denen sie sich an Felsen anhängen u. ihren Raub fassen, πουλύποδος ϑαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 4, 1 u. Ath. XI, 479 b. – d) die Saugwarzen an der Mutter trächtiger, wiederkäuender Thiere, Galen. – e) eine Pflanze, umbilicus Veneris; Diosc.; Nic. Th. 681.
-
8 ναστός [2]
ναστός, adj. verb. zu νάσσω, festgedrückt, geknetet, vollgedrückt, gestampft, Sp., πάντα πλήρη καὶ ναστά, S. Emp. adv. math. 7, 213.
-
9 θοίνημα
θοίνημα, τό, = ϑοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν ϑοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.
-
10 άγνοια
η1) незнание, неведение;έχω πλήρη άγνοια της υπόθεσης — быть совсем не в курсе дела;
εν αγνοία μου без моего ведома;εξ αγνοίας по незнанию, неумышленно; 2) игнорирование, пренебрежение;η άγνοια τού καθήκοντος — пренебрежение долгом;
§ κηρύττομαι εις άγνοια — воен, считаться в самовольной отлучке
-
11 δικαίωμα
τό1) право;πολιτικά δικαίώματα — политические права;
δικαίωμα ψήφου — право голоса;
τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;
αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;
έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;
στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;
με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;
2) полномочия;3) разрешение;δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;
4) πλ. налог, сбор;5) (чаще πλ.) гонорар, оплата -
12 ελέγχω
(αόρ. έλεγξα и ήλεγξα, παθ. αόρ. ηλέγχθην) μετ.1) проверять, контролировать; ревизовать; инспектировать;ελέγχω τα γραπτά των μαθητών — проверять письменные работы учеников;
2) критиковать;опровергать; 3) порицать, осуждать; τον ήλεγξα δριμέως я его резко осудил; 4) свидетельствовать (о чём-л.), доказывать (что-л.); изобличать; ήλέγχθη ψευδόμενος он изобличён во лжи;η πραξις αυτή ελέγχει πλήρη ασυνειδησίαν — той этот поступок свидетельствует о его полной бессовестности;
5) выдавать, разоблачать;τ' απόρρητα της πολιτείας — выдавать государственную тайну;§ με ελέγχει η συνείδησίς μου — меня мучает совесть
-
13 ελεοθερίο
η1) β разя. знач свобода;ελεοθερίο σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести);
ελεοθερίο γνώμης — свобода высказываний;
ελεοθερίο του τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова);
πολιτικές ελεοθερίες — гражданские свободы;
ελεοθερίο της βουλήσεως — свобода воли;
ελεοθερίο του ατόμου — свобода личности;
αστική ελεοθερίο — гражданские права;
ελεοθερίο του συνέρχεσθοι (τού συνεταιρίζεσθαι) — свобода собраний (объединений);
έχω πλήρη ελεοθερίο ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий
-
14 ζω
I τό (πλ. ζδ) животноеζω2II (ε) —ζεΓς, ζει, ζοΰμε, ζείτε, ζουν и (α) —ζής, ζή, ζωμεν, ζήτε, ζωσι (αόρ. έζησα) 1. αμετ.1) жить, существовать, быть живым;ενόσω ζω2 — пока я жив;
2) жить, вести какую-л. жизнь; поддерживать существование;ζω2 ευχαριστημένος — быть довольным жизнью; — жить счастливо;
φτωχικά (πλουσιοπάροχα) — жить в бедности (на широкую ногу);ζω2 με άνεση ( — или εν ανέσει) — жить в достатке;
ζω2 με τίς ψευτιές — жить обманом;
ζει με την ελπίδα он живёт надеждой;3) жить, проживать (где-л.);ζω2 στην εξοχή — жить на даче;
4) жить, сожительствовать;ζω2 με κάποιον — а) жить вместе с кем-л.; — б) сожительствовать с кем-л.;
§ ζεί και βασιλεύει он живёт и здравствует;ζεί και ζαίνει (или ζένεται, ζώνεται) он влачит жалкое существование;όσο ζω2 και ζώνομαι — живу, кое-как перебиваясь;
πού ζείς;στα σύννεφα, στον Άρη; ты что, с луны свалился?; 2. μετ. 1) кормить, содержать;ζω2 την οικογένειά μου — содержать семью;
2) переживать, глубоко чувствовать (что-л.);αυτό το ζει με όλη του την υπαρξη он это чувствует всем своим существом; 3) лично пережить, испытывать на себе; εζησε τον αποκλεισμό он пережил блокаду; 4) осуществлять на деле, претворять в жизнь;ζω2 την φιλαλήθεια — быть правдолюбом не на словах, а на деле;
5) жить, прожить (какимлибо образом);ζω2 βίον — или ζω2 ζωή — прожить, провести жизнь;
ζω2 ζωή αφρόντιστη — прожить беззаботно;
ζω2 βίον πλήρη στερήσεων — прожить жизнь полную лишений;
αυτός (μάλιστα) ξέρει να ζήσει он умеет жить;6) (в пожеланиях, поздравлениях с частицей να): πες μου, να ζήσεις! пожалуйста, скажи мне!; να σ6*ς ζήσει (τό παιδί) поздравляю вас с рождением (ребёнка); να ζήσεις χίλια χρόνια желаю тебе долгих лет жизни; να ζήσετε, να γεράσετε желаю вам счастья до самой старости (пожелание новобрачным); γ διά ζώσης устно; έχω να ζήσω у меня всё есть, я обеспечен; πέθανε να σ'άγαπω, ζήσε να μη σε θέλω погов. что имеем не храним, потерявши — плачем -
15 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
-
16 στροφή
η1) оборот;μιά πλήρη στροφή γύρω από τη γη — полный оборот вокруг земли;
2) вращение, поворачивание; кружение;3) поворот;απότομη στροφή — крутой поворот;
παίρνω τη στροφή — делать поворот;
κάνω στροφή — резко менять направление; — менять курс;
στροφή προς τα δεξιά — поворот направо;
στη στροφή τού δρόμου — на повороте дороги;
ο δρόμος αυτός είναι όλο στροφές — на этой дороге одни повороты;
4) строфа; куплет; припев -
17 πλήρης
-ης,-ες + A 39-20-24-23-16=122 Gn 25,8; 27,27; 35,29; 41,7.22πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων I have enough of whole burnt offerings Is 1,11; πλήρης ἡμερῶν full of daysGn 25,8; σμύρναν πλήρη choice myrrh Ct 5,5, see also 5,13Cf. HARL 1986a, 207(Gn 25,8); WEVERS 1990 127.260; →MM -
18 διαλείπω
A : [tense] pf.- λέλοιπα Isoc.12.5
:— leave an interval between,τὸ ὀλίγιστον Arist.Ph. 226b28
:—[voice] Pass., a gap had been left,Hdt.
7.40,41;διαλέλειπται μικρὰ χώρα Arist.HA 503a34
.2 intermit,τὴν ὀχείαν Id.GA 757b4
: esp. of Time, διαλιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας, ἐνιαυτόν, having left an interval of.., Hdt.3.157, D.20.8; ἀκαρῆ διαλιπών having waited an instant, Ar.Nu. 496;χρόνον ὀλίγον Isoc.5.8
;πολὺν χρόνον Arist.Pol. 1299a37
; later in gen.,μιᾶς ἡμέρας δ. Hdn.7.8.9
; so οὐ πολὺ διαλιπών after a short time, Th.5.10: abs., opp. εὐθύς, Men.Sam. 198, cf. Hyp. Eux.32.II intr., stand at intervals,δ. δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων Th.7.38
;πίτυες διαλείπουσαι μεγάλαι X.An.4.7.6
; τὸ δέρμα ταύτῃ δ. is discontinuous at this point, opp. συνεχές ἐστι, Arist.HA 518a3; τὸ -λεῖπον an interval or gap, X.An.4.8.13: impers., διαλείπει there are intervals, of the heavens, opp. πλήρη ἀστέρων εἶναι, Arist.Mete. 346a36.2 c. part., mostly with neg.,οὐ πώποτε διέλειπον ζητῶν X. Ap.16
, etc.; οὐδένα διαλέλοιπα χρόνον διαβαλλόμενος I have never ceased to be slandered, Isoc.12.5; (ii A.D.), cf. POxy.281.16 (i A.D.): without a neg., Luc. Vit.Auct.13, DMeretr.11.1.3 of Time, διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν, διαλιπούσης ἡμέρας, after an interval of.., Th.1.112, 3.74; the interval of time,Arist.
Ph. 228b4.4 in part., intermittent,διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Id.Mete. 362a28
, cf. GA 748a19;δ. πυρετός Hp.Aph.4.43
, Coac. 139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλείπω
-
19 πλήρης
I c. gen., full of,ἄστυ π. οἰκιέων Hdt.1.180
;φορμοὶ ψάμμου π. Id.8.71
;ὁμίχλα.. π. δακρύων A.Pr. 145
(lyr.);πλῆρες ἄτης στέγος S.Aj. 307
;ποταμὸς π. ἰχθύων X.An.1.4.9
;π. μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Theoc.1.146
;ταῦτα πάσης ἀλογίας π. Plb.1.15.6
; of persons,κενῶν δοξασμάτων π. E.El. 384
;αἰδοῦς π. ψυχή Pl.Plt. 310d
.2 infected by, π. ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), S.Ant. 1017; νόσου ib. 1052.3 satisfied, satiated, c. gen.,π. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις Id.OC 778
: c. part., θηεύμενοι ἔωσι π. they should have gazed their fill, Hdt.7.146.II less freq. c. dat., filled with,Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ π. πόλεις E. Ba.19
.III abs., full, of a swollen stream, Hdt.2.92; of the moon, Sapph.53, Hdt.6.106;π. γαστήρ S.Fr. 848
;ὄγκος γαστρός Trag.Adesp.186
; κρατῆρες, δέπας, etc., E.Ba. 221, Hec. 527, etc.;κεχόρτασμαι.. οὐ κακῶς, ἀλλ' εἰμὶ π. Eub.30
, cf. 53; full of people,ἐπειδὰν π. ᾖ τὸ θέατρον Isoc.8.82
;π. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ar.Nu. 1054
;εἰ π. τύχοι ὁ δῆμος ὤν Id.Ec.95
, cf. X.Ath.2.17;ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν π. And. 1.112
;ἐπειδὰν πάντα π. ᾖ τὰ δικαστήρια Arist.Ath.66.1
, cf. IG12.41.5;ἐπειδὴ π. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες
fully manned,Th.
1.29, cf. X.HG2.1.28, D.50.32; of persons, satisfied, gorged, opp. κενός, X.Oec.11.18, etc.; τὸ π., opp. τὸ κενόν, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph. 985b5.2 full, complete,ἐπειρώτων.. εἰ λελάβηκε πλήρεα.. τὰ ἀκροθίνια Hdt.8.122
;ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω E.Hel. 1411
, cf. PGiss. 40ii6 (iii A. D.); - εστάτη οἰκειότης fullest intimacy, Epicur.Sent.40;φέρων π. τὸν μισθόν X.An.7.5.5
; -εστάτῳ δικαίῳ, = Lat. optimo jure, PFlor.66.3 (iv A. D.); of numbers or periods of Time, τέσσερα ἔτεα π. four full years, Hdt.7.20.3 solid, whole, of a voting-pebble ([etym.] ψῆφος), opp. τετρυπημένος, τρυπητός, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1;π. ὁπλαί Poll.1.191
;αὔλημα Id.4.73
;ἄγαλμα.. ἐποίησε πλῆρες Paus.9.12.4
.4 of sound, full,πληρέστερον μέλος Iamb.VP14.65
.5 of wine, full-bodied, with a persistent flavour, Archig. ap. Gal.8.945; of the pulse, Id.ib.678; of wool, Id.ib.672.6 ἐκ πλήρους fully,ποιεῖν τὰ δίκαια IG22.1343.21
; in full,τὰ ἐκφόρια κομίσασθαι PTeb.105.47
(ii B. C.), etc. -
20 φορά
A an act,I (from [voice] Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr. 1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr. 327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp. 484, cf. Pl.Lg. 949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib. 739a.b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).2 bringing in of money, payment,χρημάτων Th.1.96
; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl. iii 280 (i A. D.), al.b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).3 bringing forth, productiveness,καρποῦ Thphr.CP3.14.5
; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA 750a23; of animals, Ael.NA17.40;πτηνῶν Gp.1.8.9
.II (from [voice] Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies.ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra. 421b
, cf. Ti. 39b, 81a;ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg. 897c
;ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg. 451c
;ἄστρων φοραί Id.Smp. 188b
;χειρῶν φ. Hp.Prog.4
;σφαίρας φοραί Pl.Lg. 898b
;ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra. 434c
, Tht. 152d;χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def. 411b
; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph. 243a8, cf. GC 319b32;κίνησίς ποθέν ποι Id.EN 1174a30
;γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael. 311b33
;φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b
; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φ. ib.a;μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt. 269e
;τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35;γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3
.4 of persons, impulse,ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3
;ἄλογος φ. Id.30.2.4
;ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat. 127
G.;πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4
;παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2
;στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19
: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality,ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e
; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour,τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32
.B as a thing, that which is borne, esp.,1 load, freight, burden,μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68
.2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; ; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, (Milet., v B. C.).3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, a large crop,Arist.
Pol. 1259a11, cf. HA 553a22, b23;σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30
(Magn.Mae., ii B. C.);ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4
(iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54;ῥητόρων Aeschin.3.234
;φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν
a succession of crops,Arist.
Rh. 1390b25.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek